- ταντάλιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ta. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 73, ατομικό βάρος 180,95, ένα σταθερό ισότοπο και δύο ραδιενεργά. Στη φύση βρίσκεται σε διάφορα ορυκτά και συνοδεύεται, γενικά, από το νιόβιο· το ανακάλυψαν το 1802 στον τανταλίτη. Είναι φαιολευκόχρυσο μέταλλο, σκληρό αλλά αρκετά ελατό, τήκεται στους 2.996°C, βράζει πέραν των 4.100°C και έχει ειδικό βάρος 16,6. Παρασκευάζεται με επεξεργασία του φθοροτανταλικού καλίου με μεταλλικό νάτριο. Σε μεταλλική κατάσταση λαμβάνεται με θερμική κατεργασία σε θερμοκρασία που πλησιάζει το σημείο τήξης. Το τ. συμπεριφέρεται γενικά ως πεντασθενές (+5), αλλά μπορεί να δώσει άλατα και στις καταστάσεις οξείδωσης +2, +3, +4. Από τις ενώσεις του διακρίνεται το καρβίδιο, κατάλληλο, εξαιτίας της σκληρότητάς του για εργαλεία.
Για τη χημική του αδράνεια, το τ. χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία, κατασκευάζονται με αυτό χειρουργικά εργαλεία, οπτικά και ονδοντιατρικά είδη, ειδικοί χάλυβες. Εφαρμόζεται ως καταλύτης στην παραγωγή συνθετικού ελαστικού και, για το υψηλό σημείο τήξης του, σε εξαρτήματα ηλεκτρικών συσκευών.
* * *το, Ν1. χημ. μεταλλικό χημικός στοιχείο με σύμβολο Ta και ατομικό αριθμό 73, που ανήκει στην Vb ομάδα τού περιοδικού συστήματος2. φρ. α) «θειούχο ταντάλιο»χημ. μαύρο κρυσταλλικό στερεό που χρησιμοποιείται ως στερεό λιπαντικό μέσοβ) χλωριούχο ταντάλιο»χημ. κίτρινο κρυσταλλικό στερεό, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη χημική δραστηριότητα και χρησιμοποιείται ως μέσο χλωρίωσης οργανικών ενώσεων και ως χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή τού μεταλλικού τανταλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tantalum < νεολατ. tantalum < Τάνταλος* λόγω τής ανικανότητας τού στοιχείου να απορροφήσει τα οξέα. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Βαρδαλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.